- ασύνδετος
- η , ο [ος , ον ]1) несвязанный, несоединённый; несоединимый; 2) не установивший или лишившийся контакта (с организацией, командованием ц т. п.); 3) грам. бессоюзный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσύνδετος — unconnected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύνδετος — η, ο (AM ἀσύνδετος, ον) 1. αυτός που δεν έχει συνδεθεί 2. σχήμα λόγου κατά το οποίο λέξεις ή έννοιες παρατάσσονται χωρίς να συνδέονται με συνδετικά μόρια ή διαζευκτικούς συνδέσμους νεοελλ. αυτός του οποίου έχει διακοπεί η επικοινωνία με άλλους… … Dictionary of Greek
ασύνδετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συνδέεται με άλλον: Τα δύο αυτά νοήματα δεν έπρεπε να τα αφήσεις ασύνδετα· «ασύνδετο σχήμα», παράθεση λέξεων ή προτάσεων που δε συνδέονται μεταξύ τους με σύνδεσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξύνδετος — ἀσύνδετος , ἀσύνδετος unconnected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτως — ἀσύνδετος unconnected adverbial ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύνδετον — ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc sg ἀσύνδετος unconnected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτοις — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτου — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτους — ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτων — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτῳ — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)